- κατακλητικός
- κατακλητικός, -ή, -όν (Α) [κατακαλώ]1. αυτός που γίνεται για επίκληση τών θεών2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κατακλητικόνεπωδή για επίκληση θεών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατακλητικόν — κατακλητικός for invoking masc acc sg κατακλητικός for invoking neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)